cynicism - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

cynicism - translation to Αγγλικά


cynicism      

['sinisiz(ə)m]

существительное

общая лексика

цинизм

история

кинизм

философская школа киников (Cynicism)

cynicism      
сущ.
1) цинизм; нигилистическое отношение к культурным достижениям;
2) поведение, содержащее открытое пренебрежение к нормам общественной морали.
cynicism      
cynicism noun цинизм

Ορισμός

cynicism
1.
Cynicism is the belief that people always act selfishly.
I found Ben's cynicism wearing at times.
? idealism
N-UNCOUNT
2.
Cynicism about something is the belief that it cannot be successful or that the people involved are not honourable.
This talk betrays a certain cynicism about free trade.
N-UNCOUNT
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για cynicism
1. The cynicism makes the piety bearable, while the piety makes the cynicism acceptable.
2. Cynical charade Cynicism doesn‘t come much grubbier.
3. What uncharted realm lies beyond brazen cynicism?
4. But cynicism over corruption is undermining Africa.
5. The fighting over all things, large or small, is creating a cynicism among our people." That cynicism, Thompson contends, mandates a different kind of campaign for 2008.
Μετάφραση του &#39cynicism&#39 σε Ρωσικά