extricable - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

extricable - translation to ρωσικά


extricable      

[ek'strikəb(ə)l]

прилагательное

общая лексика

могущий быть высвобожденным

выведенным (из затруднительного положения и т. п.)

inextricable      
inextricable adj. 1) не могущий быть распутанным; сложный, запутанный inextricable connection - неразрывная связь 2) неразрешимый; безвыходный - inextricable difficulties
extricate         
ALBUM BY THE FALL

['ekstrikeit]

глагол

общая лексика

выпутывать

высвобождать

выводить (из затруднительного положения)

выпутываться

высвобождаться

Ορισμός

Extricable
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για extricable
1. By returning to Pakistan, she had put her life in danger because she, more than anybody else, knew that violence and Pakistani politics is in extricable.
Μετάφραση του &#39extricable&#39 σε Ρωσικά