fundamental law - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

fundamental law - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Fundamental Laws; Fundamental Law; Fundamental laws; Fundamental law (disambiguation)

fundamental law         
конституция, основной закон.
fundamental law         

[fʌndə'mentl'lɔ:]

юриспруденция

основной закон

конституция

fundament         

['fʌndəmənt]

существительное

общая лексика

зад

ягодицы

физико-географическая характеристика (региона)

зад, ягодицы

Ορισμός

ОБЩЕЕ ПРАВО
(англ. Common Law), в Великобритании сложившаяся в 13-14 вв. на основе местных обычаев и обобщения практики королевских судов система права, основанная на прецеденте. Сохраняет свое значение, несмотря на многочисленные реформы судебной системы и права. Cм. также Право справедливости.

Βικιπαίδεια

Fundamental law

Fundamental law(s) may refer to:

  • Organic law, in particular,
    • Constitution, in particular,
      • The Russian Constitution of 1906
      • The German Grundgesetz (more commonly translated as "Basic Law")
      • The four individual laws that together make up the Constitution of Sweden
      • The Fundamental Laws of England
      • The Fundamental Law of Vatican City State
      • The Fundamental Law of Hungary
    • The Basic Laws of a country which does not use the term "constitution", or has an uncodified constitution
  • The fundamental physical laws of the universe
  • In Abrahmic religions, The Ten Commandments
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για fundamental law
1. Clubmarket forgot the fundamental law of the retail industry÷ a high sales volume.
2. Furthermore, there have been a series of Constitutional Court rulings that confirm that it contradicts the country‘s fundamental law.
3. Give all due credit to the Blair Government, they seem to have found a fundamental law of civil administration.
4. And, some time ago, the "fundamental law of education" that had been in force for 54 years was revised legally.
5. Talabani said the draft, when approved by the people, would become the "fundamental law" of the nation.
Μετάφραση του &#39fundamental law&#39 σε Ρωσικά