furnish - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

furnish - translation to ρωσικά


furnish         
FAMILY NAME

['fə:niʃ]

общая лексика

доставлять

существительное

['fə:nil]

разговорное выражение

отделка

украшение

глагол

общая лексика

снабжать

предоставлять

доставлять

оказывать

давать

представлять

обставлять

меблировать

предоставлять, доставлять

обставлять (мебелью), меблировать

синоним

equip

furnish         
FAMILY NAME
поставлять
furnish         
FAMILY NAME
1) состав, композиция (бумаги); бумажная масса
2) зарядка (рулона в питающее устройство)

Ορισμός

furnish
v.
1) to furnish elegantly; luxuriously; plainly; tastefully
2) (D; tr.) ('to provide') to furnish for (to furnish blankets for the refugees)
3) (D; tr.) ('to provide') to furnish with (can you furnish us with the necessary information?)
4) (D; tr.) ('to supply with furniture') to furnish with (they furnished the room with very expensive tables, chairs, and drapes)

Βικιπαίδεια

Furnish
Furnish is a surname. Notable people with the surname include:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για furnish
1. You furnish the pictures, I‘ll furnish the war." And that‘s what happened.
2. Canadian–born Furnish, 43, welcomed the legislation.
3. At the Ritz with partner David Furnish LEFT: Honky cat.
4. The same accounts furnish us with the indictment against Mr.
5. Newlyweds seeking to furnish their new homes are his main clients.
Μετάφραση του &#39furnish&#39 σε Ρωσικά