hand spike - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hand spike - translation to ρωσικά

METAL BAR OR PIPE THAT IS USED AS A LEVER FOR PRYING OR LEVERAGE
Hand-spike
  • right

hand spike      
1) ганшпуг
2) вымбовка
3) аншпуг
voltage surge         
FAST, SHORT DURATION ELECTRICAL TRANSIENT IN VOLTAGE IN AN ELECTRICAL CIRCUIT
Voltage surge; Power spike; Power surge (spike); Energy spike; Electrical transient; Signal spike; Power spikes; Power line transient; Current spike; Electrical surge; Reverse surge

общая лексика

бросок напряжения

spike         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Spiky; Spike (disambiguation); Spike (album); Spiking; Spikes; Spike (film); SPIKE; Spike (given name); Spike (fictional character); Spike (comic); Spike (comic book); Spike (comics); Spike (comics) (disambiguation); Spikes (disambiguation)

Ορισμός

spike
n.
1.
Ear (of grain), head.
2.
Large nail or pin.

Βικιπαίδεια

Handspike

A handspike is a metal bar or pipe that is used as a lever for prying or leverage, similar to a crowbar. Handspike is also an archaic term for a bar or lever, generally of wood, used in a windlass or capstan, for heaving anchor, and, in modified forms, for various other purposes.

On the Calder and Hebble Navigation in England, a handspike in the form of a length of 2-by-4-inch (5 by 10 cm) timber shaped at one end to provide a comfortable two-handed grip is used to operate the winding gear of some of the locks.

Μετάφραση του &#39hand spike&#39 σε Ρωσικά