long-form report - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

long-form report - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Longform; Long form (disambiguation)

long-form report      

аудит

подробное [детальное] аудиторское заключение

подробный [детальный] аудиторский отчет (подробный отчет аудиторской организации о достоверности бухгалтерской отчетности аудируемого лица и соответствии ее законодательству)

синоним

long-form opinion

Смотрите также

cumulative throughflow; fractional throughflow

report card         
  • An Ontario secondary school report card
DOCUMENT DISPLAYING A STUDENT'S ACADEMIC PERFORMANCE
Progress report; Report Card; Detailed marks certificate; School report

[ri'pɔ:tkɑ:d]

общая лексика

табель успеваемости

синоним

report

report card         
  • An Ontario secondary school report card
DOCUMENT DISPLAYING A STUDENT'S ACADEMIC PERFORMANCE
Progress report; Report Card; Detailed marks certificate; School report
report card = report 1. 5)

Ορισμός

report card
(report cards)
1.
A report card is an official written account of how well or how badly a pupil has done during the term or year that has just finished. (AM; in BRIT, use report
)
The only time I got their attention was when I brought home straight A's on my report card.
N-COUNT
2.
A report card is a report on how well a person, organization, or country has been doing recently. (AM JOURNALISM)
The President today issued his final report card on the state of the economy.
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Long form

Long form or longform may refer to:

  • A variety of improvisational theatre
  • A type of census questionnaire
  • Form 1040, an American income tax form
  • Long form journalism
Μετάφραση του &#39long-form report&#39 σε Ρωσικά