lubricating device - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lubricating device - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Devices; Device (disambiguation); Device (band); Device (album)

lubricating device      

строительное дело

смазывающее приспособление, приспособление для смазки

lubricating device      
смазывающее приспособление, приспособление для смазки
lubricator         
SUBSTANCE INTRODUCED TO REDUCE FRICTION BETWEEN SURFACES IN MUTUAL CONTACT
Lubricants; Lubricating fluid; Lubricating oil; Lube oil; Lubricator; Automatic Lubricating Cup; Moving Contact Lubricant; Moving contact lubricant; Lubrication oil; Machine oil
lubricator noun 1) смазчик 2) смазочный прибор; масленка

Ορισμός

УСТРОЙСТВО
1. установленный порядок, строй.
Государственное у. Общественное у.
2. техническое сооружение, механизм, машина, прибор.
Решающее у. Регулирующее у.
3. см. УСТРОИТЬ
, -ся.
4. расположение, соотношение частей, конструкция чего-нибудь.
Удобное у. помещения. Прибор сложного устройства.

Βικιπαίδεια

Device

A device is usually a constructed tool. Device may also refer to:

Μετάφραση του &#39lubricating device&#39 σε Ρωσικά