lubricity - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lubricity - translation to ρωσικά

MEASURE OF THE REDUCTION IN FRICTION &/OR WEAR BY A LUBRICANT

lubricity         

[lu:'brisiti]

общая лексика

маслянистость

нефтегазовая промышленность

смазывающая способность

существительное

общая лексика

смазывающая способность

маслянистость

скользкость

гладкость (поверхности)

изворотливость

уклончивость

похотливость

сладострастие

увертливость, уклончивость

непостоянство

похотливость, развращенность

lubricity         
lubricity noun 1) смазывающая способность; маслянистость 2) увертливость, уклончивость; непостоянство 3) похотливость, развращенность
lubricity of drilling mud      

нефтегазовая промышленность

смазывающие свойства бурового раствора

Ορισμός

lubricity
n.
1.
Smoothness, slipperiness.
2.
Instability, uncertainty, unsteadiness, slipperiness.
3.
Lasciviousness, lewdness, lechery, incontinency, licentiousness.

Βικιπαίδεια

Lubricity

Lubricity is the measure of the reduction in friction and/or wear by a lubricant. The study of lubrication and wear mechanisms is called tribology.

Μετάφραση του &#39lubricity&#39 σε Ρωσικά