lucrative - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lucrative - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Lucrative; Lucre (disambiguation)

lucrative         

['lu:krətiv]

прилагательное

общая лексика

прибыльный

доходный

выгодный

прибыльный, выгодный, доходный

lucrative         
lucrative adj. прибыльный, выгодный, доходный
lucrative         
прибыльный, доходный, выгодный

Ορισμός

lucrative
A lucrative activity, job, or business deal is very profitable.
Thousands of ex-army officers have found lucrative jobs in private security firms.
ADJ

Βικιπαίδεια

Lucre

Lucre usually refers to one of many slang terms for money. It may also refer to:

  • Lucre District, Quispicanchi, a district in Peru
  • Lucre, a hill in the novel The Pilgrim's Progress by John Bunyan
  • Lucre Island, a fictional island in the Monkey Island video-game series
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lucrative
1. Lucrative Eliminating head lice is a lucrative business, with Britons spending 30million a year on treatments.
2. Together, they represent an extremely lucrative market.
3. He will probably seek other lucrative engagements.
4. Corruption underpins a lucrative counterfeit drugs trade.
5. Flytipping can be lucrative for unscrupulous operators.
Μετάφραση του &#39lucrative&#39 σε Ρωσικά