lustrate - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

lustrate - translation to ρωσικά


lustrate      

['lʌstreit]

глагол

общая лексика

приносить очистительные жертвы

совершать обряд очищения (в Древнем Риме)

lustration         
  • Drawing of a relief from the [[Karnak temple]] in Egypt showing a [[pharaoh]] lustrating with incense
GOVERNMENT PROCESS REGULATING THE PARTICIPATION OF FORMER COMMUNISTS AFTER THE FALL OF THE VARIOUS EUROPEAN COMMUNIST STATES IN 1989 – 1991
Lustracja; Law on Lustration; Lustrated

[lʌ'streiʃ(ə)n]

существительное

общая лексика

принесение очистительной жертвы

очищение (в Древнем Риме)

очищение

шутливое выражение

омовение

lustration         
  • Drawing of a relief from the [[Karnak temple]] in Egypt showing a [[pharaoh]] lustrating with incense
GOVERNMENT PROCESS REGULATING THE PARTICIPATION OF FORMER COMMUNISTS AFTER THE FALL OF THE VARIOUS EUROPEAN COMMUNIST STATES IN 1989 – 1991
Lustracja; Law on Lustration; Lustrated
lustration noun 1) очищение; принесение очистительной жертвы 2) joc. омовение

Ορισμός

lustrate
['l?stre?t]
¦ verb rare purify by sacrifice, washing, or other ritual action.
Derivatives
lustration noun
Origin
C17: from L. lustrat-, lustrare 'purify by lustral rites', from lustrum (see lustrum).
Μετάφραση του &#39lustrate&#39 σε Ρωσικά