migration cohort - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

migration cohort - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Cohorts; Cohort (group); Cohort (disambiguation); Cohort (biology)

migration cohort      
контингент эмигрантов и иммигрантов
migration cohort      
миграционная когорта; мигранты одной волны миграции;
irruption         
  • Flocks of birds assembling before migration southwards
  • [[Christmas Island red crab]]s on annual migration
  • High-mountain [[shepherd]]s in [[Lesotho]] practice [[transhumance]] with their flocks.
  • spawn]]
  • monarch]], tagged for identification
  • An aggregation of migratory ''[[Pantala flavescens]]'' dragonflies, known as globe skimmers, in [[Coorg]], India
  • Serengeti 'great migration']]
MOVEMENT OF ANIMALS FROM PLACE TO PLACE, USUALLY SEASONAL
Animal Migration; Migration of animals; Irruption; Animal migrate; Migration pattern; Migration patterns; Migratory pattern; Migratory animals; Seasonal migration

[i'rʌpʃ(ə)n]

общая лексика

вторжение

набег

нашествие (напр. саранчи)

существительное

общая лексика

вторжение

разлитие

разлив

взрыв

демографический взрыв

внезапное вторжение, набег, нашествие

Ορισμός

irruption

Βικιπαίδεια

Cohort

Cohort or cohortes may refer to:

  • Cohort (educational group), a group of students working together through the same academic curriculum
  • Cohort (floating point), a set of different encodings of the same numerical value
  • Cohort (military unit), the basic tactical unit of a Roman legion
  • Cohort (statistics), a group of subjects with a common defining characteristic, for example age group
  • Cohort (taxonomy), in biology, one of the taxonomic ranks
  • Cohort study, a form of longitudinal study used in medicine and social science
  • Cohort analysis, a subset of behavioral analytics that takes the data from a given data set
  • Cohort Studios, a video game development company
  • Generational cohort, an aggregation of individuals who experience the same event within the same time interval
  • "Cohort", a disc golf putter by Infinite Discs
Μετάφραση του &#39migration cohort&#39 σε Ρωσικά