personal account - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

personal account - translation to ρωσικά

TYPE OF BANK ACCOUNT

personal account         

общая лексика

PA лицевой [личный, частный] счет (аналитический счет в учетной книге, который ведется на имя конкретного физического или юридического лица)

personal account         
личный счёт, счёт частного лица
control account         
ACCOUNT IN THE GENERAL LEDGER FOR WHICH A CORRESPONDING SUBSIDIARY LEDGER HAS BEEN CREATED, ALLOWING FOR TRACKING TRANSACTIONS WITHIN THE CONTROLLING ACCOUNT IN MORE DETAIL
Control Account; Control account

бухгалтерский учет

синтетический [контрольный] счет (на котором учитываются суммированные данные с индивидуальных (аналитических) счетов; сальдо по данному счету должно совпадать с суммой остатков по соответствующим вспомогательным (аналитическим) счетам)

синоним

controlling account

антоним

subsidiary account

Смотрите также

debtors ledger control account; creditors ledger control account; cost ledger control account; stock control account; account; general ledger

Ορισμός

checking account
(checking accounts)
A checking account is a personal bank account which you can take money out of at any time using your cheque book or cash card. (AM; in BRIT, usually use current account
)
N-COUNT

Βικιπαίδεια

Personal account

A personal account is an account for use by an individual for that person's own needs. It is a relative term to differentiate them from those accounts for business or corporate use.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για personal account
1. Following is the personal account of one of MSF‘s patients, 23–year–old Babalwa Tembani.
2. Each personal account nets them 232 a year, compared with 127 in 1''7.
3. The details, however, are not of the college account, but of his personal account.
4. "Frank, This is not the Governor‘s personal account," a secretary reminded him.
5. "Then I found out he‘d accessed my personal account without my consent.
Μετάφραση του &#39personal account&#39 σε Ρωσικά