quaint - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quaint - translation to ρωσικά


quaint         

[kweint]

прилагательное

общая лексика

причудливый

замысловатый

затейливый

оригинальный

странный

необычный

чудной

эксцентричный

приятный, привлекательный своей необычностью или стариной

причудливый, эксцентричный

устаревшее выражение

искусный

изящный

тонкий

мудрый

умный

хитрый

бывалый

изобретательный

quaint         
quaint adj. 1) приятный, привлекательный своей необычностью или стариной; quaint old customs - оригинальные старинные обычаи 2) причудливый, эксцентричный
quaint child      
странный ребёнок

Ορισμός

quaint
(quainter, quaintest)
Something that is quaint is attractive because it is unusual and rather old-fashioned.
...a small, quaint town with narrow streets and traditional half-timbered houses...
ADJ
quaintly
This may seem a quaintly old-fashioned idea.
ADV: usu ADV adj
quaintness
...the quaintness of the rural north.
N-UNCOUNT

Βικιπαίδεια

Quaint
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για quaint
1. There is a quaint obsession in Britain with Warne‘s varieties.
2. But Pin Point is not just quaint; it‘s also tragic.
3. From a distance, the tin–roofed houses look quaint.
4. Airlines issued quaint old–fashioned things such as meals.
5. "Then people will think Live 8 was quite quaint."
Μετάφραση του &#39quaint&#39 σε Ρωσικά