quaint manners ‹old-fashioned customs› - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quaint manners ‹old-fashioned customs› - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Old fashioned; Old-fashionedness; Old-Fashioned; Old-fashioned (disambiguation); Oldfashioned; Old Fashioned; Old fashioned (disambiguation)

old-fashioned         
old-fashioned adj. 1) устарелый; старомодный 2) старинный Syn: antediluvian, antiquated, archaic, obsolescent, obsolete, out-of-date, passe Ant: a la mode, avant-garde, modern, stylish, up-to-date
old-fashioned         

[əuld'fæʃ(ə)nd]

общая лексика

старомодный

прилагательное

[əuld'fæʃ(ə)nd]

общая лексика

старомодный

вышедший из моды

устарелый

вышедший из употребления

придерживающийся старых идеалов

обычаев и т. п.

старинный

диалектизм

взрослый не по летам

подражающий манерам взрослых (о ребёнке)

синоним

antediluvian, antiquated, archaic, obsolescent, obsolete, out-of-date, passe

антоним

a la mode, avant-garde, modern, stylish, up-to-date

существительное

общая лексика

коктейль из виски

горького пива

сахара и лимонной корочки

широкий стакан для коктейля

old-fashioned         
старомодный, устарелый, вышедший из употребления

Ορισμός

РЕСПУБЛИКАНСКАЯ ПАРТИЯ США
одна из двух (наряду с Демократической) основных партий США. Основана в 1854. У власти в 1861-85, 1889-93, 1897-1913, 1921-33, 1953-61, 1969-77 и в 1981-93.

Βικιπαίδεια

Old-fashioned

Old-fashioned may refer to:

  • Old fashioned (cocktail), a whiskey cocktail
    • Old Fashioned glass, a type of drinking glass named after the cocktail
  • Old Fashioned (film), a 2015 film by Rik Swartzwelder
  • "Old-fashioned" (short story) a 1976 short story by Isaac Asimov
  • Old Fashioned (horse), a racing horse
  • Old-fashioned three, a basketball term
  • Old-fashioned doughnut, a type of doughnut
  • Old-fashioned oats, a type of rolled whole oats
Μετάφραση του &#39old-fashioned&#39 σε Ρωσικά