rusticity - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

rusticity - translation to ρωσικά


rusticity      

[rʌ'stisiti]

существительное

общая лексика

грубость

некультурность

неотёсанность (манер и т. п.)

невежественность

простота

безыскусственность

деревенские нравы

обычаи

деревенская

сельская жизнь

грубая

некультурная речь

безыскусственность, простота

rusticity      
rusticity noun 1) безыскусственность, простота 2) деревенские нравы
rustic         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Rustic (disambiguation); The Rustic
rustic 1. adj. 1) простой, простоватый; грубый 2) сельский, деревенский 3) грубо сработанный; неотесанный; нескладный; rustic masonry - кладка из неотесанного камня, рустовка 2. noun 1) сельский житель, крестьянин 2) грубо отесанный камень, руст

Ορισμός

rusticity
n.
Rudeness, coarseness, artlessness, simplicity, boorishness, clownishness.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για rusticity
1. All are pure rusticity: iron beds, woodburning stoves (logs supplied), flagged floors, tiny windows in crude walls.
2. The oldest of the family‘s 15 children, he was born Sept. 24, 1755, into Virginia rusticity where women pinned their blouses with thorns.
Μετάφραση του &#39rusticity&#39 σε Ρωσικά