system capability - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

system capability - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Capability (computers); Capability (computer science); Capabilities; Capable; Capability architecture; Capability system; Uncapable; Incapable; Capability (disambiguation); Incapable (song); Incapable (disambiguation)

system capability      

нефтегазовая промышленность

технические характеристики системы

capability         

[keipə'biliti]

общая лексика

способность

возможность

пропускная способность

мощность

производительность

нефтегазовая промышленность

возможность (напр. ремонта)

Смотрите также

capability of root penetration; load following capability; modulation capability; surge capability; transport size capability; vibration survival capability; anti-washed capability; bearing capability; duplication capability; endurance capability; fatigue life capability; fault-tolerant capability; full operational capability; holemaking capability; operational capability; output capability; overload capability; performance capability; reliability capability; repair capability; seismologic capabilities; switchover capability; system capability; technical capability

существительное

общая лексика

способность

одарённость

пригодность

преим. (неиспользованные

потенциальные) возможности

максимальная возможная производительность

оборудование

аппаратура

(потенциальные) возможности

capability         
1) способность
2) pl (потенциальные) возможности
3) максимальная производительность (машины, оборудования); максимальная мощность; наибольшая выработка
- capability to bid
- capability to perform
- arable capability
- engineering capability
- land capability
- management capabilities
- manufacturing capabilities
- operational capability
- performance capability
- power transfer capability
- production capabilities
- quality capability
- repair capability

Ορισμός

СИ-БИ-ЭС
см. "Коламбия бродкастинг систем".

Βικιπαίδεια

Capability

A capability is the ability to execute a specified course of action or to achieve certain outcomes.

As it applies to human capital, capability represents performing or achieving certain actions/outcomes in terms of the intersection of capacity and ability.

Capability may also refer to:

Μετάφραση του &#39system capability&#39 σε Ρωσικά