unaffected - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unaffected - translation to ρωσικά

EXPERIENCE OF FEELING OR EMOTION
Affective; Emotional affect; Unaffected; Affectively; Affectiveness; Affectivity; Affectivities; Affectingly; Affectedly; Affectism; Affectist; Affectists; Affect (Psychology); Affect situation; Psychological affect; Affective experience
  • A mother and her child showing affect.

unaffected         

[ʌnə'fektid]

общая лексика

непоражённый

нетронутый

медицина

неповреждённый

прилагательное

общая лексика

простой

непринуждённый

естественный

лишённый аффектации

искренний

непритворный

безучастный

равнодушный

(by)

не подвергшийся влиянию

не поражённый (болезнью)

неподдельный, лишенный аффектации, непосредственный, искренний

не затронутый

не тронутый

синоним

naive

unaffected         
не подвергшийся влиянию, не изменяющийся под действием; независимый
unaffected         
unaffected adj. 1) неподдельный, лишенный аффектации, непосредственный, искренний 2) не затронутый (by - чем-л.) 3) не тронутый (by - чем-л.); оставшийся безучастным (by - к) Syn: see naive

Ορισμός

unaffected
a.
1.
Simple, plain, natural, artless, honest, na?ve, sincere, real, genuine, unfeigned.
2.
Simple, plain, natural, chaste, pure, unadorned.
3.
Unmoved, untouched, insensible, unstirred.

Βικιπαίδεια

Affect (psychology)

Affect, in psychology, refers to the underlying experience of feeling, emotion, attachment, or mood.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unaffected
1. Emergency services, however, remained unaffected.
2. Deeper permafrost will remain largely unaffected.
3. Olmert‘s constitutional status is unaffected by this.
4. Paul‘s Cathedral, the exchange was mostly unaffected.
5. Adoption arrangements with other countries were unaffected.
Μετάφραση του &#39unaffected&#39 σε Ρωσικά