vacuous quantifier - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vacuous quantifier - translation to ρωσικά

Lindstrom quantifier; Lindstroem quantifier

vacuous quantifier      

математика

пустой квантор

logical quantifier         
  • [[Augustus De Morgan]] (1806-1871) was the first to use "quantifier" in the modern sense.
  • url=https://www.researchgate.net/publication/366867569}}
</ref>
  • Syntax tree of the formula <math> \forall x (\exists y  B(x,y)) \vee C(y,x) </math>, illustrating scope and variable capture. Bound and free variable occurrences are colored in red and green, respectively.
LOGICAL OPERATOR SPECIFYING HOW MANY ENTITIES IN THE DOMAIN OF DISCOURSE THAT SATISFY AN OPEN FORMULA
Logical quantifier; Quantificational fallacy; Solution quantifier; Quantification (logic); Quantifiers (logic); Set quantifier; Range of quantification

математика

логический квантор

vacuously         
STATEMENT THAT CAN BE EXPRESSED IN THE FORM OF A CONDITIONAL STATEMENT WITH A FALSE ANTECEDENT
Vacuously true; Vacuously; Trivially true; Vacuous implication; Vacuously satisfied; Vacuous; Holds vacuously; Vacuous statement

['vækjuəsli]

наречие

общая лексика

бессмысленно

глупо

бессодержательно

Ορισμός

vacuous
['vakj??s]
¦ adjective
1. showing a lack of thought or intelligence.
2. archaic empty.
Derivatives
vacuity v?'kju:?ti noun
vacuously adverb
vacuousness noun
Origin
C17: from L. vacuus 'empty' + -ous.

Βικιπαίδεια

Lindström quantifier

In mathematical logic, a Lindström quantifier is a generalized polyadic quantifier. Lindström quantifiers generalize first-order quantifiers, such as the existential quantifier, the universal quantifier, and the counting quantifiers. They were introduced by Per Lindström in 1966. They were later studied for their applications in logic in computer science and database query languages.

Μετάφραση του &#39vacuous quantifier&#39 σε Ρωσικά