waddle - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

waddle - translation to ρωσικά


waddle         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Waddle (disambiguation)

['wɔdl]

существительное

['wɔdl]

общая лексика

походка вразвалку

походка вперевалку

глагол

общая лексика

ходить вразвалку

ковылять

ходить вперевалку

синоним

walk

waddle         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Waddle (disambiguation)
waddle 1. noun походка вперевалку 2. v. ходить вперевалку Syn: see walk
waddling gait         
GAIT ABNORMALITY
Waddling gait; Waddling gaits; Myopathic gaits; Waddling; Waddled; Waddler; Waddlers

медицина

утиная походка

Ορισμός

waddle
¦ verb walk with short steps and a clumsy swaying motion.
¦ noun a waddling gait.
Derivatives
waddler noun
Origin
C16: perh. a frequentative of wade.

Βικιπαίδεια

Waddle
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για waddle
1. You have to waddle to keep up with David Cameron.
2. As I waddle up to join the gym, I feel like I‘m in good company.
3. Did the milkman waddle down your garden path on legs like giant kebabs?
4. A sore back explains his painful–looking waddle to the coffee shop.
5. She catches Maggie‘s purposeful waddle, her burning detachment from peripheral matters, her acquired voice.
Μετάφραση του &#39waddle&#39 σε Ρωσικά