wager - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wager - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
The Wager; The Wager (disambiguation); Wager (disambiguation)

wager         

['weidʒə]

существительное

['weidʒə]

общая лексика

пари

ставка

заклад

глагол

общая лексика

держать пари

биться об заклад

ставить (на что-л.)

ставить на карту (жизнь и т. п.)

подвергать риску

рисковать (чем-л.)

рисковать (чем-л.)

ставить на что-л., кого-л.

синоним

venture

wager         
wager 1. noun пари; ставка - lay a wager 2. v. 1) держать пари 2) рисковать (чем-л.) 3) ставить на что-л., кого-л. (on); I've wagered all my money on the third race. Would you wager much money on Jim. - wager on Syn: see venture
compurgation         
MEDIAEVAL LEGAL DEFENCE
Assach; Asach; Compurgator; Compurgatrix; Wager of law; Wager of Law; Waging law; Oath helping; Oath-helping; Purgation (law); Oath-helper; Trial by oath

[kɔmpə:'geiʃ(ə)n]

существительное

история

оправдание подсудимого на основании клятвы других лиц в его невиновности

Ορισμός

wager
I
n.
1) to lay, make, place a wager on
2) a wager that + clause (she made a wager that her team would win)
II
v.
1) (D; intr., tr.) to wager on (did you wager much money on that horse?)
2) (O; can be used with one, two, or three objects) we wagered him ten dollars; we wagered ten dollars; we wagered him ten dollars that it would rain

Βικιπαίδεια

Wager
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για wager
1. Along come the 2008 Democratic presidential primaries, and a sisterly wager.
2. If you had to bet, you‘d wager that the Republican establishment will eventually crush Huckabee.
3. Now the entire state is in on a vast meteorological wager.
4. Zarqawi‘s wager was that explosives, used with sufficient cruelty, could blow that premise to smithereens.
5. And I‘m willing to wager that Argentina will not win this competition.
Μετάφραση του &#39wager&#39 σε Ρωσικά