ward in Chancery - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ward in Chancery - translation to Αγγλικά

MINOR OR INCAPACITATED ADULT PLACED UNDER THE PROTECTION OF A LEGAL GUARDIAN
Ward of court; Ward (legal); Wardship; Ward of state; Ward of the state; Wards of court; Wards of the state; Ward in Chancery; Royal ward; Ward-of-the-state; Ward in chancery; Ward of the State (France); Ward of the state (France); Pupille de l'État; Wards of state

ward in Chancery         

[,wɔ:dɪn'tʃɑ:nstrɪ]

общая лексика

несовершеннолетнее лицо, находящееся под опекой, подопечный Канцлерского отделения Высокого суда правосудия [Chancery Division]

wardship         
wardship noun опека
wardship         

['wɔ:dʃip]

существительное

юриспруденция

опека

попечительство

статус опекаемого или подопечного лица

нахождение под опекой

Ορισμός

ИН-КВАРТО
нареч., полигр.
В 1/4 листа (о формате издания, получаемом фальцовкой (см. ФАЛЬЦ) в два сгиба).||Ср. ИН-ОКТАВО, ИН-ПЛАНО, ИН-ФОЛИО.

Βικιπαίδεια

Ward (law)

In law, a ward is a minor or incapacitated adult placed under the protection of a legal guardian or government entity, such as a court. Such a person may be referenced as a "ward of the court".

Μετάφραση του &#39ward in Chancery&#39 σε Ρωσικά