ward of court - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ward of court - translation to ρωσικά

MINOR OR INCAPACITATED ADULT PLACED UNDER THE PROTECTION OF A LEGAL GUARDIAN
Ward of court; Ward (legal); Wardship; Ward of state; Ward of the state; Wards of court; Wards of the state; Ward in Chancery; Royal ward; Ward-of-the-state; Ward in chancery; Ward of the State (France); Ward of the state (France); Pupille de l'État; Wards of state

ward of court         
[юр.] несовершеннолетнее или недееспособное лицо, опекун которого назначается судом или которое непосредственно опекается судом
ward in Chancery         

[,wɔ:dɪn'tʃɑ:nstrɪ]

общая лексика

несовершеннолетнее лицо, находящееся под опекой, подопечный Канцлерского отделения Высокого суда правосудия [Chancery Division]

wardship         
wardship noun опека

Ορισμός

грип
ГРИП, ГРИПП, гриппа, ·муж. (·франц. grippe) (мед.). Инфекционная болезнь - катарральное воспаление дыхательных путей, сопровождаемое лихорадочным состоянием; то же, что инфлуэнца
.

Βικιπαίδεια

Ward (law)

In law, a ward is a minor or incapacitated adult placed under the protection of a legal guardian or government entity, such as a court. Such a person may be referenced as a "ward of the court".

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για ward of court
1. The local authorities have applied to have her made a ward of court.
2. I was a ward of court, so there‘s been a lot of personal experience.
3. Although they say there was not a shred of evidence, the little boy was made a ward of court.
4. But reporters sabotaged this romantic idyll by tracking them down just before the wedding, and Christine‘s parents made her a ward of court.
5. Their attitude to any resistance by the child or the parents is threatened by action to make the child a ward of court.
Μετάφραση του &#39ward of court&#39 σε Ρωσικά