wardship - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

wardship - translation to ρωσικά

MINOR OR INCAPACITATED ADULT PLACED UNDER THE PROTECTION OF A LEGAL GUARDIAN
Ward of court; Ward (legal); Wardship; Ward of state; Ward of the state; Wards of court; Wards of the state; Ward in Chancery; Royal ward; Ward-of-the-state; Ward in chancery; Ward of the State (France); Ward of the state (France); Pupille de l'État; Wards of state

wardship         

['wɔ:dʃip]

существительное

юриспруденция

опека

попечительство

статус опекаемого или подопечного лица

нахождение под опекой

wardship         
wardship noun опека
wardship         
опека, попечительство

Ορισμός

Wardship
·noun The state of begin under a guardian; pupilage.
II. Wardship ·noun The office of a ward or keeper; care and protection of a ward; guardianship; right of guardianship.

Βικιπαίδεια

Ward (law)

In law, a ward is a minor or incapacitated adult placed under the protection of a legal guardian or government entity, such as a court. Such a person may be referenced as a "ward of the court".

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για wardship
1. Within months, the lovers obtained a High Court order setting the wardship aside.
2. Yesterday the Home Office said that wardship would not deprive the home secretary of his right to remove them.
Μετάφραση του &#39wardship&#39 σε Ρωσικά