éblouissant - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

éblouissant - translation to γαλλικά


éblouissante      
{ adj } ({ fém } от éblouissant)
éblouissant         
ослепительный, слепящий, яркий;
une lumière (une blancheur) éblouissante - ослепительный [яркий] свет, белизна;
du linge éblouissant de propreté - бельё ослепительной чистоты;
un teint éblouissant [ослепительно] яркий цвет лица;
блестящий; выдающийся;
un esprit éblouissant - блестящий ум; блестящее остроумие;
une jeune fille éblouissante de santé - пышущая здоровьем девушка
ослепительный      
прям. , перен.
aveuglant, éblouissant
ослепительный свет - lumière aveuglante
ослепительный талант - talent éblouissant
ослепительная улыбка - sourire éblouissant

Βικιπαίδεια

Éblouissant
'Éblouissant' est un cultivar de rosier obtenu en 1918 par le rosiériste orléanais Eugène Turbat. Il est issu d'un semis inconnu croisé avec 'Cramoisi Supérieur'.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για éblouissant
1. Ajoutons: éblouissant, indispensable, formidable.
2. Portrait éblouissant du désert et de ses légendes.
3. Le reste de la premi';re mi–temps s‘apparente ŕ un éblouissant monologue.
4. Le soleil est éblouissant, la nature parée de son manteau blanc est magnifique, presque irréelle.
5. Au sommet, le restaurant tournant Piz Gloria ouvre sur un panorama éblouissant, de l‘Eiger au Mont–Blanc.