изможденный - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изможденный - translation to ρωσικά


изможденный      
émacié, hâve ( придых. ), raviné
изможденный вид - air émacié ( или hâve)
изможденный старик - vieillard raviné
émacié      
исхудалый, исхудавший; измождённый;
un visage émacié - измождённое лицо
exténué      
{ adj } ({ fém } - exténuée)
изможденный, изнуренный

Ορισμός

ИЗМОЖДЕННЫЙ
крайне изнуренный, истомленный.
И. старик. И. вид.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изможденный
1. Джинсы, майка, стриженая голова, изможденный вид.
2. Волосы поредели, совершенно седая борода, изможденный вид...
3. Чехов в Камергерском - бледный, изможденный, уже заболевший.
4. Дважды выходил обгоревший, изможденный из немецких тылов.
5. - Разрешите доложить, - шагнул вперед высокий изможденный "старик" лет тридцати пяти.