изнервничаться - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изнервничаться - translation to γαλλικά


изнервничаться      
разг.
être à bout de nerfs
nerf         
{m} нерв;
le nerf optique (sympathique) - зрительный (симпатический) нерв;
de (des) nerfs - нервный;
une maladie des nerfs - нервное заболевание [расстройство];
une attaque de nerfs - нервный припадок, истерика;
il a eu une crise de nerfs - с ним была истерика;
c'est un paquet de nerfs - это комок нервов;
avoir les nerfs solides - иметь крепкие нервы;
vivre (être) sur ses nerfs - держаться на [одних] нервах;
passer ses nerfs sur qn - срывать/сорвать раздражение на ком-л.;
porter (donner, taper) sur les nerfs - действовать на нервы;
la guerre des nerfs - война нервов;
il a les nerfs en pelote - он весь издёрган;
être à bout de nerfs - изнервничаться ;
il est à bout de nerfs - нервы у него натянуты [напряжены] до предела;
avoir les nerfs à fleur de peau - легко раздражаться, быть нервозным;
eue a ses nerfs - у неё нервы расшалились [разыгрались];
сухожилие, жила;
cette viande est pleine de nerfs - это жилистое мясо;
un nerf de bœuf - хлыст, плётка [из бычьих жил];
энергия, сила, движущая сила, нерв ;
avoir du nerf - быть энергичным;
manquer de nerf - не отличаться энергичностью;
son style manque de nerf - у него вялый стиль

Ορισμός

ИЗНЕРВНИЧАТЬСЯ
стать очень нервным; пережить беспокойство, волнение, переволноваться.