навозить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

навозить - translation to ρωσικά


навозить      
I нав`озить
fumer
навозить землю - fumer le sol
II навоз`ить
см. навезти
" Pas d'emballement ! Pas de nervosité ! se disait-il. Je lui donne encore quatre pas... Quatre pas, et je presse le ressort de ma lampe électrique, je braque mon pétard et je demande à ce promeneur son extrait de naissance ! "      
"Не увлекаться! Спокойствие! - приказал он себе. - Даю ему еще четыре шага... Четыре шага, а потом нажимаю на кнопку электрического фонарика, навожу на этого полуночника пушку и требую у него метрическое свидетельство".
jeter l'alarme au camp      
(jeter [или mettre, répandre] l'alarme au camp)
встревожить, вспугнуть, нагнать страх
... Ma présence effraie aussi les gens! Je mets l'alarme au camp! (La Fontaine, Le Lièvre et les Grenouilles.) — ... Меня боятся даже люди, на всех я ужас навожу!

Ορισμός

навозить
НАВ'ОЗИТЬ, навожу, навозишь, ·несовер., что.
1. Удобрять (почву) навозом (с.-х.).
2. Грязнить, пачкать навозом или вообще чем-нибудь грязным (·прост. ·неод. ). Навозить пол.
II. НАВОЗ'ИТЬ *****
III. НАВОЗ'ИТЬ *****