надавить - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

надавить - translation to γαλλικά


надавить      
см. нажать I 1)
Et il pressait la cage thoracique de Félix.      
И он надавил на грудную клетку Феликса.
Le vieil homme appuya lentement sur le piston puis ôta l'aiguille. Il marcha vers Kubiela et désigna la porte entrouverte qui crachait toujours ses salves d'écume .      
Старик медленно надавил на поршень, потом вытащил иглу. Он шагнул к Кубела и указал на приоткрытую дверь, из которой все так же летела пена.

Ορισμός

надавить
сов. перех. и неперех.
1) разг. неперех. Оказать на кого-л. давление, воздействие.
2) см. также надавливать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για надавить
1. Легко надавить пальцами на пупок, почти вертикально.
2. Почему решили надавить на челноков, подрезать бизнес?
3. И тогда "анискины" попытались надавить на женщину.
4. Что же будет, если надавить посильнее, - взлетит?
5. - И, наверное, знали, где можно надавить на слабое место оценщиков?