накал - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

накал - translation to ρωσικά


накал      
м.
1) incandescence , ignition ou
лампочка горит в полный накал - la lampe est surchauffée
2) перен. effervescence ; tension ( напряженность )
борьба достигла высшего накала - c'est le comble de la lutte; la lutte est à son comble
degré d'incandescence      
- степень накала
- температура накала
напряжение накала      
tension chauffage

Ορισμός

накал
м.
1) Действие по знач. глаг.: накалять, накалить.
2) Степень свечения раскаленного тела.
3) перен. разг. Степень крайнего напряжения, возбуждения.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για накал
1. Накал страстей достигнет кульминации в завершении спектакля.
2. Но действие, лишившееся музыкальной «подпитки», потеряло накал.
3. Фурия - это бешеный темперамент, неуемный накал страстей.
4. Такой шаг вполне может снять накал напряженности.
5. Накал страстей вокруг каталонских выборов действительно велик.