намереваться - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

намереваться - translation to γαλλικά


намереваться      
avoir l'intention de ( + infin ); avoir le dessein de ( + infin ); se proposer de ( + infin ) ( предполагать )
он намеревается уехать первого декабря - il a l'intention de partir le premier décembre
faire dessein de      
{ уст. }
намереваться
se disposer      
(à qch, à + { infin }) готовиться, собираться, намереваться

Ορισμός

намереваться
НАМЕРЕВ'АТЬСЯ, намереваюсь, намереваешься, ·несовер., с ·инф. Предполагать, иметь намерение. "Намеревался ответить мне с видимой благосклонностью, но вдруг насторожился." Короленко.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για намереваться
1. Намереваться на этом сорвать голоса на выборах - слишком опасная и циничная игра.
2. Намериться или намереваться - значит "хотеть, желать". Отсюда и "намеренье". Второе значение - отмерять, наделять мерой - проявлялось в словах, о которых мы сейчас и не помним.
3. Однако затем выяснилось, что истец, кстати, не затруднявший себя посещением суда, имеет среднемесячный доход в размере 1500 рублей, а потому вряд ли может серьезно намереваться купить весьма крупный промышленный актив.