обидчивость - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обидчивость - translation to γαλλικά


обидчивость      
ж.
susceptibilité
susceptibilité         
{f} обидчивость: чувствительность ;
ménager la susceptibilité de qn - щадить чью-л. чувствительность;
il est d'une grande susceptibilité - он очень обидчив
chatouilleux      
{ adj } ({ fém } - chatouilleuse)
1) боящийся щекотки
2) чувствительный к чему-либо; обидчивый; щекотливый
question chatouilleuse — щекотливый вопрос
susceptibilité chatouilleuse — обидчивость

Ορισμός

обидчивость
ж.
Отвлеч. сущ. по знач. прил.: обидчивый.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обидчивость
1. Отсюда - подозрительность, обидчивость, истерики.
2. ТЕЛЬЦЫ Повышена обидчивость, обостряется подозрительность.
3. Повышена обидчивость, нарастает беспричинная усталость.
4. Повышается обидчивость, тревожность, раздражительность.
5. Губы Толстые - обидчивость, расточительность, леность.