отказываться - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отказываться - translation to γαλλικά


отказываться      
см. отказаться
– Je refuse. Monsieur, je refuse!      
– Я отказываюсь, мсье, отказываюсь!
renoncer à      
отказываться (от)

Ορισμός

отказываться
ОТК'АЗЫВАТЬСЯ, отказываюсь, отказываешься, ·несовер.
1. ·несовер. к отказаться
.
2. Не быть в состоянии что-нибудь делать. Отказываюсь понимать его слова. "Порой голова отказывалась думать за других." Гончаров.
3. страд. к отказывать
(см. отказать
в 3 ·знач.; ·устар. офиц.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отказываться
1. Помучаешься, помучаешься - и приходится отказываться.
2. Владимир ШАИНСКИЙ, композитор: - Зачем отказываться?
3. Приглашают нас много, однако часто приходится отказываться.
4. Когда ты нужен такому тренеру отказываться нельзя.
5. Подобные причины заставляли инвесторов отказываться от обязательств.