отморозить - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отморозить - translation to γαλλικά


отморозить      
( что-либо ) se geler qch , avoir qch de gelé
я отморозил себе ногу - je me suis gelé le pied, j'ai le pied gelé
отмораживать      
( что-либо ) se geler qch , avoir qch de gelé
я отморозил себе ногу - je me suis gelé le pied, j'ai le pied gelé
gelé      
{ adj } ({ fém } - gelée)
1) замороженный; замерзший
être gelé jusqu'aux os — промерзнуть до костей
avoir les pieds gelés — отморозить ноги
crêdits gelés — замороженные кредиты
2) {арго} пьяный

Ορισμός

отморозить
сов. перех.
см. отмораживать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отморозить
1. Но при минусовой температуре над пернатыми нависает угроза отморозить лапки.
2. - Как гулять с щенной сукой, чтобы не отморозить ей соски?
3. Стреляешь и думаешь, как бы пальцы не отморозить.
4. Иногда кажется, что они готовы и уши себе отморозить назло Тверской, 13.
5. Нужны они для того, чтобы, сидя на броне, ничего себе не отморозить - железо и есть железо.