Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT
Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:
πώς χρησιμοποιείται η λέξη
συχνότητα χρήσης
χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
επιλογές μετάφρασης λέξεων
παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
ετυμολογία
Μετάφραση κειμένου με χρήση τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιοδήποτε κείμενο. Η μετάφραση θα γίνει με τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης.
Συζήτηση ρημάτων με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT
Εισάγετε ένα ρήμα σε οποιαδήποτε γλώσσα. Το σύστημα θα εκδώσει έναν πίνακα συζήτησης του ρήματος σε όλες τις πιθανές χρόνους.
Αίτημα ελεύθερης μορφής στο ChatGPT τεχνητής νοημοσύνης
Εισαγάγετε οποιαδήποτε ερώτηση σε ελεύθερη μορφή σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μπορείτε να εισαγάγετε λεπτομερή ερωτήματα που αποτελούνται από πολλές προτάσεις. Για παράδειγμα:
Δώστε όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της εξημέρωσης κατοικίδιων γατών. Πώς συνέβη που οι άνθρωποι άρχισαν να εξημερώνουν γάτες στην Ισπανία; Ποιες διάσημες ιστορικές προσωπικότητες από την ισπανική ιστορία είναι γνωστό ότι είναι ιδιοκτήτες οικόσιτων γατών; Ο ρόλος των γατών στη σύγχρονη ισπανική κοινωνία.
(
парализоваться
)
перев. выраж.
être perclus de; perdre l'usage de
qch
(
потерять способность владеть чем-либо
)
у него отнялся язык - il a perdu l'usage de la parole
у нее отнялась рука - elle est paralsée d'un bras
отниматься
1)
см.
отняться
2)
страд.
être +
part. pas.
(
ср.
отнять)
tu as perdu ta langue?
(tu as perdu ta langue? [тж. tu n'as pas de ta langue?])
у тебя что, язык отнялся?
Ορισμός
отняться
ОТН'ЯТЬСЯ, отнимусь, отнимешься, и (·прост.) отымусь, отымешься (формы от гл. отъяться), прош. вр. отнялся, отнялась; отнявшийся, ·совер. (к отниматься ).
1. Онеметь, парализоваться, лишиться способности двигаться, действовать. "Голос мой не задрожал, и язык не отнялся." Пушкин. "У Алешки отнялись ноги." А.Н.Толстой.
2.страд. к отнять (только буд. вр.). Деньги у него никогда не отнимутся.