отпечаток - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отпечаток - translation to ρωσικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА

отпечаток         
м. прям. , перен.
empreinte , marque ; trace ( след ); cachet m ( тк. перен. )
отпечатки пальцев - empreintes digitales ( или de doigts)
накладывать (свой) отпечаток - laisser une empreinte
préparation de frottis      
препарат-отпечаток, мазок-отпечаток
empreinte         
f ( de carte de crédit ) отпечаток

Ορισμός

отпечаток
м.
1) След, изображение, оставшееся на чем-л. от надавливания другого предмета.
2) перен. Признак, являющийся следствием влияния какой-л. среды, каких-л. событий и т.п.

Βικιπαίδεια

Отпечаток

Отпеча́ток:

  • Отпечаток (палеонтология) — разновидность фоссилий
  • Отпечаток (фильм) — фильм 2006 года
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отпечаток
1. - Киноведческое образование накладывает отпечаток...
2. Это лица, на которых жизнь оставила отпечаток- уникальный, как отпечаток пальца.
3. - Конечно, определенный отпечаток это накладывает.
4. Ресторанами увлекаться нельзя, они накладывают свой отпечаток на вокал - отпечаток лабуха.
5. Естественно, это накладывает определенный отпечаток.