отскакивать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отскакивать - translation to γαλλικά


отскакивать      
см. отскочить
écailler      
употр. в сочетаниях:
s'écailler - расслаиваться; отслаиваться; шелушиться; выкрашиваться; отскакивать (от эмали)
ricocher      
{vi}
отскакивать от чего-либо; давать рикошет

Ορισμός

отскакивать
несов. неперех.
1) Скачком перемещаться на некоторое расстояние, быстро отодвигаться; отпрыгивать.
2) а) Ударившись обо что-л., отлетать.
б) перен. разг. Не затрагивать, не оказывать воздействия на кого-л.
3) разг. Отделяться, падая; отваливаться.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отскакивать
1. - Не отскакивать от соперника, когда он нападает.
2. Любое зло будет отскакивать от вас, как мяч от пола.
3. Надеюсь, мяч чаще будет отскакивать в нашу пользу.
4. И тогда неприятности сами будут отскакивать от вас.
5. А родные ¦Лады¦, ¦Москвичи¦ да ¦Нивы¦ прут как танки - успевай отскакивать!