отсохнуть - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отсохнуть - translation to γαλλικά


отсохнуть      
1) devenir sec, se dessécher
2) ( о руке и т. п. ) разг. être paralsé
отсыхать      
см. отсохнуть
écorcher la bouche      
écorcher la bouche
ça ne lui écorchera pas la bouche — ≈ у него не отсохнет язык
- Il faut, protesta Adeline furibonde, que vous ayez bu comme une éponge pour parler de la sorte ... Ça ne vous écorcherait pourtant pas la bouche de vous exprimer poliment quand il s'agit du roi ... (A. Theuriet, La Chanoinesse.) — - Должно быть, вы пьяны вдрызг, - возразила разъяренная Аделина, - чтобы так выражаться. У вас не отсохнет язык, если вы будете соблюдать вежливость, говоря о короле.

Ορισμός

отсохнуть
сов. неперех.
1) Однокр. к глаг.: отсыхать.
2) см. также отсыхать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отсохнуть
1. Эстонцы считали ее за человеческого "полбрата" (и поэтому не убивали). Поляки убившему лягушку сулили целый сонм кар: у него должна отсохнуть рука, опухнуть ноги, будут болеть глаза, после чего начнется слепота, он покроется чирьями, у него умрут родственники и т. д.