шельмовать - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

шельмовать - translation to γαλλικά


шельмовать      
1) ист. déshonorer publiquement
2) перен. diffamer ; dénigrer
ошельмовать      
см. шельмовать
dénigrer      
{vt}
поносить, хулить, шельмовать; чернить; дискредитировать

Ορισμός

ШЕЛЬМОВАТЬ
позорить, бесчестить.
Ш. чье-н. честное имя.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шельмовать
1. Другое дело, что им будет очень трудно меня шельмовать...
2. Вот и смотрите: кому выгодно шельмовать российскую космонавтику.
3. Судебным преследованием тех, кто пытается шельмовать Россию или определенные патриотические организации.
4. Так и хочется крикнуть яйцеголовым политтехнологам: "Нельзя шельмовать народ, на собственном горбу ощущающий цену подобных успехов!
5. Ее начинают шельмовать (по отмашке сверху, конечно) уже и руководители областного УБОПа.