aînée - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

aînée - translation to ρωσικά


aine         
I {f} {анат.}
пах
pli de l'aine — паховая складка
II {f}
вертел ( для копчения сельди )
aine         
{f} nax;
hernie de l'aine - паховая грыжа
aîné         
старший;
mon frère aîné - мой старший брат;
{ m, f}:
старший брат, сестра; старший сын, дочь; старший;
mon aîné a 10 ans - моему старшему [сыну] десять лет;
les aînés - старшие;
écoutez vos aînés - послушайте старших [людей старше вас];
c'est mon aîné de 2 ans - он старше меня на два года
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για aînée
1. Il sest rendu chez sa sœur aînée, Mme Azouzi Nafissa.
2. La superdivision, cest 4 journées de plus que son aînée.
3. Il entrevoit Joséphine et lui attribue 15 ans – l‘âge de sa fille aînée.
4. Elle craint pour la sécurité de sa fille aînée, issue d‘un précédent lit.
5. L‘un a perdu dans la catastrophe sa fille aînée, l‘autre son fils unique.