béchamel - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

béchamel - translation to ρωσικά


béchamel         
{f}
1) бешамель ( соус )
2) {разг.} сложная ситуация, трудности
béchamel         
{f} бешамель, белый соус
sauce Béchamel         
соус бешамель

Βικιπαίδεια

Béchamel
* La sauce béchamel est une sauce blanche utilisée comme base en cuisine.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για béchamel
1. Une bonne astuce pour éviter les grumeaux de la béchamel?
2. Cette actrice, auteur de romans noirs, a connu une enfance lyonnaise cuisini';re: ŕ 8 ans, elle savait faire une béchamel!
3. N‘oublions pas le sacro–saint gratin, soit des bouquets cuits ŕ l‘eau salée, disposés dans un plat, recouverts d‘une béchamel fromagée, saupoudrés de chapelure, et que l‘on fait dorer ŕ four chaud.
4. Sa béchamel a réveillé en nous les souvenirs d‘une solide gourmandise, oů notre grand–m';re en nappait des bouquets de choux–fleurs avant de les enfourner, saupoudrés de fromage râpé. Plus simplement, elle relevait cette sauce d‘un rien de muscade avant d‘en couvrir quelques śufs mollets, dont nous torchions l‘assiette ŕ blanc, ŕ grands coups de pain paysan.