bôme - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

bôme - translation to


bômée      
{ adj } ({ fém } от bômé)
bôme         
{f}
- ( суд. ) гик
bômé      
{adj} {мор.} ({ fém } - bômée)
прикрепленный к гику

Βικιπαίδεια

Bôme
thumb|Bôme sur un gréement bermudien|alt=
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για bôme
1. Et en a bavé avec sa bôme plâtrée. «Il a été royal, le Bilou.
2. La maquette en bois, longue de 26 m';tres avec un bôme de 3,' m';tres, emporte onze équipiers.
3. Puisque, juste avant de casser sa bôme, il s‘est éloigné de ce qui, au vu de la météo, paraissait ętre la route logique.
4. La manśuvre se rév';le tr';s délicate: les spécialistes nous disent que durant l‘empannage, la bôme, si elle est mal contrôlée, peut frapper les haubans et męme provoquer la rupture de la mâture.
5. Mais il y a parfois une justice et c‘est bien Roland Jourdain qui, le premier, devait couper la ligne d‘arrivée vers 18 heures, heure locale (23 heures, heure suisse). Pour Bilou, la victoire est d‘autant plus savoureuse qu‘elle est la récompense d‘une incroyable ténacité. Car, au passage des Açores, sa bôme (pi';ce essentielle du gréement qui permet de tenir la grand–voile) s‘est cassée en deux.