dévaloriser - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dévaloriser - translation to


dévalorisante      
{ adj } ({ fém } от dévalorisant)
dévalorisant      
{ adj } ({ fém } - dévalorisante)
обесценивающий, принижающий
dévaloriser      
девалоризировать; обесценивать/обесценить;
cette devise vient d'être dévaloriserée - эта валюта [недавно] обесценилась;
l'abattage des arbres a dévalorisécette propriété - вырубка леса уменьшила ценность этого имения, это имение потеряло цену из-за вырубленного леса;
il est complètement dévalorisé - он больше никакой ценности не представляет;
dévaloriser son travail - недооценивать/недооценить свою работу
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dévaloriser
1. L‘apprentissage va tr';s vite se dévaloriser ŕ Gen';ve.
2. Cependant, quoi qu‘on en dise, le gouvernement n‘a jamais cherché ŕ dévaloriser une profession.
3. Toutefois, malgré votre col';re que nous comprenons, évitez de dévaloriser limage de cette enseignante aupr';s de votre enfant.
4. Traditionnellement tr';s actifs sur le plan syndical, les soignants ont accusé le Conseil d‘Etat de vouloir dévaloriser leurs métiers.
5. Poussée par une volonté acharnée de corriger les inégalités, la gauche tente de dévaloriser l‘śuvre pour valoriser la personne.