juxtaposé - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

juxtaposé - translation to γαλλικά


juxtaposée      
{ adj } ({ fém } от juxtaposé)
бессоюзный      
грам.
asyndétique; juxtaposé
бессоюзное предложение - proposition juxtaposée
juxtaposition         
f
1) суперпозиция, наложение
2) рост кристаллов путём наслоения

Βικιπαίδεια

Juxtapose
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για juxtaposé
1. A une endurance fondamentale, elle a juxtaposé une vitesse et une résistance peu compatibles, dans une sorte d‘alchimie ésotérique.
2. C‘est le cas du «bureau de contrôle juxtaposé» qui doit ouvrir ŕ Saint–Jean, banlieue de Bâle située sur territoire français.
3. Soudain, ce monde se retrouve juxtaposé avec celui des DJ stars, de leurs soirées associées aux plaisirs et aux drogues dites «récréatives». La Street Parade fait ses débuts.
4. La directive supręme est: «Reste toi–męme.» Dans ce cas de figure – globalement répandu – juxtaposé aux effets collatéraux de la défaite, une question devient potentiellement la goutte d‘eau qui met le feu aux poudres.
5. Pour ce défilé qui ne compte pas, ou prou, de pans de tissus monocolores, Dries Van Noten a juxtaposé jusqu‘ŕ cinq imprimés différents sur le męme pan de soie.