légume - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

légume - translation to ρωσικά


овощерезка      
ж.
hache-légumes ( придых. ) m ( pl invar ) , coupe-légumes m ( pl invar )
légume         
1. {m}
1) зелень, овощ
légumes verts, légumes frais — свежие овощи
légumes de conserve — консервированные овощи
légumes secs — сушеные овощи
légume hâtifs — скороспелые овощи
culture de légumes — овощеводство
2) боб ( тип плода )
2. {f}
1) grosse légume {разг.} — шишка, важная персона, высокое начальство
être dans les légumes — занимать важное положение
2) perdre ses légumes {прост.} — 1) дрейфить 2) страдать поносом
légume         
{m} овощ, зелень;
des légumes verts - свежие овощи;
des légumes secs - сухие зёрна бобовых; сухой горох, сухая фасоль;
cultiver des légumes - выращивать овощи;
la culture des légumes - овощеводство;
une soupe aux légumes - овощной суп;
un plat de légumes - овощное блюдо;
{f разг.} une grosse légume - большая [важная] шишка

Βικιπαίδεια

Légume
Un légume est la plante ou une partie comestible d'une espèce potagèreDéfinition de « légume » par le Centre national de ressources textuelles et lexicales (CNRTL).. Cette définition, reprise par la plupart des dictionnaires de langue française, peut être étendue aux champignons comestibles, dont certains sont cultivés (champignon de Paris, shiitaké) et à certaines algues, dont la consommation est la plus développée en Extrême-Orient..