Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
Γαλλο-ρωσικό λεξικό
oïl
Αναζήτηση
oïl
- translation to ρωσικά
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
газойль
СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ
Газовое масло; Газомасло
gas-
oil
oïl
oil
{adv} {уст.}
да
langue d'oïl — лангдойль, язык северных районов Франции
gazole
{m};
см.
gas-
oil
Εμφάνιση περισσότερων...
Ορισμός
Текс
а
ко
("Текса́ко")
нефтяная монополия США; см. в ст.
Нефтяные монополии
.
Εμφάνιση περισσότερων ορισμών
Βικιπαίδεια
Oil
Oil peut faire référence à :
https://fr.wikipedia.org/wiki/Oil
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي