tôle noire - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

tôle noire - translation to γαλλικά

ПОРНОАКТРИСА
Nika Noire
  • Ника Нуар и [[Джесси Джейн]] в 2008 году.

NE         
- (tôle noire emboutissable) черная штампуемая жесть
tôle noire      
- горячекатаный лист, черная жесть
tôle noire emboutissable      
- ( машин. ) черная штампуемая жесть

Βικιπαίδεια

Ника Нуар

Ника Нуар (англ. Nika Noire, настоящее имя Светлана Жуликова; род. 8 декабря 1984 года, Запорожье) — украинская модель и порноактриса.

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για tôle noire
1. Ils sétaient aperçus que les documents (factures, bons de commande et de sortie) présentés par un des transporteurs pour faire sortir de la tôle noire de 3,5 mm dépaisseur issue du laminoir ŕ chaud étaient des faux.
2. En effet, des centaines de fellahs entreprennent clandestinement, non pas de nouveaux forages, mais de co$';teux travaux dapprofondissement de leurs points deaux, ce qui revient au męme avec en plus le risque réel de provoquer ŕ chaque fois la pollution dune nappe deau potable par une nappe deau salée ou chargée en calcaire par léquipement des forages en tôle noire bon marché. Enfin, au sud–est du chef–lieu de la wilaya, les pasteurs nomades et les fellahs de la plaine dEs Saâda – dont les chemins de parcours et les terres bénéficiaient nagu';re, ŕ chaque crue de loued Sidi Zerzour, dun apport alluvionnaire appréciable en plus de leau qui leur permettait dengranger des moissons abondantes et dengraisser ŕ bon compte leurs bętes – sont furieux.