Cabecear - ορισμός. Τι είναι το Cabecear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Cabecear - ορισμός


Cabecear      
v. i.
Mover a cabeça.
Deixá-la pender e erguê-la, alternadamente: cabecear com somno.
Inclinar-se.
cabecear      
(cabeça+ear) vtd
1 Fazer com a cabeça (algum sinal): Cabecear um gesto. vtd
2 Náut Desviar na direção da corrente (a proa). vtd
3 Mover (a peça de artilharia) no sentido vertical. vtd
4 Fazer as cabeceiras (de livros). vtd e vint
5 No futebol, atirar com a cabeça (a bola). vtd
6 Desviar da linha vertical para o exterior (a parede). vti e vint
7 Deixar pender a cabeça alternadamente, por efeito de sono: Cabecear com sono, cabecear de sono. Os ouvintes cabeceavam
vti
8 Desviar-se, dirigir-se: ''A boiada cabeceou para o lado do pirizal e esbandalhou-se'' (Chermont Miranda). vint
9 Mover a cabeça: Em cavalo, cabecear é gala ou freio baixo
vint
10 Náut Entrar (o barco) debaixo do vento, de modo que bata a vela e não possa governar. vint
11 Deixar-se lograr. Var: escabecear.
cabeceamento      
s.m.
1 ato ou efeito de cabecear; cabeceio
2 -desp P m.q. cabeçada
-etim cabecear + -mento ; ver capit-