Cacará - ορισμός. Τι είναι το Cacará
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Cacará - ορισμός


caçada         
  • Caça em [[azulejos]] do [[Século XVIII]], no [[Palácio dos Biscainhos]], [[Braga]]
  • Índios caçando búfalos, no inverno
  • Selo russo de 1999 ilustrando a caça ao pato
sf (caçar+ada1)
1 A caça que se apanhou.
2 Jornada ou diversão de caçadores.
caçador         
  • alt=
  • Estação ferroviária ''Caçador-Nova''
  • Estação ferroviária ''Rio Caçador'' ca. 1910
  • [[Floresta Nacional de Caçador]], vista desde a [[SC-451]], no distrito de [[Taquara Verde]]
  • Placa no local onde o exército brasileiro construiu o Campo de Aviação de Rio Caçador.
CIDADE EM SANTA CATARINA
Caçador (Santa Catarina)
adj (caçar+dor2) Que caça
sm
1 Indivíduo que caça, por hábito ou profissão.
2 Av Piloto ou tripulante de caça.
3 Aparelho para pesca de espera.
4 Vento do sudoeste, também denominado fuzilador
sm pl
1 Mil ant Atiradores, fuzileiros de tropas ligeiras de infantaria e cavalaria.
2 Náut Toletes encavilhados em uma travessa de madeira fixa na popa da jangada para amarrar a escota da vela.
cacara      
s.m. (-1333 cf. BenViag) -angios ver paquirrizo
-etim lat.cien. gên. Cacara (1805); f.hist. 1333 cacirá , 1563 caceras , 1634 caçaras , 1810 cachar