Raivar - ορισμός. Τι είναι το Raivar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Raivar - ορισμός


Raivar      
v. i.
Têr raiva; enfurecer-se.
Têr ânsias; agitar-se com violência.
raivar      
(raiva+ar2) vti e vint
1 Encher-se de raiva; enraivecer-se, irar-se; estar ou ficar furioso: Raivou o fidalgo com (ou contra) a criadagem. O desaforo fizera-o raivar. Raivava a ventania. vint
2 Agitar-se com violência; sentir ânsias. vtd
3 Manifestar com exasperação: Raivar queixas, raivar ameaças. vti
4 ant Estar ansioso, anelante por: ''Raivo por casar contigo'' (Gil Vicente). vpr
5 Adquirir raiva (hidrofobia): Raivara-se o cão.
raivar      
v. (-sXIII cf. FichIVPM)
1 t.i.int. experimentar forte sentimento de raiva (para com) [sin.: encolerizar-se, enfurecer-se, enraivecer-se, enraivar-se, raivecer, raivejar]
r. com alguém r. de inveja aquela provocação fizera-o r.
2 pron. adquirir raiva ('doença')
o cão raivou-se
3 t.d. manifestar ou expressar (raiva, ódio, exasperação) [por meio de]; raivejar
mal pôde, raivou toda a sua ira raivou impropérios contra o agressor
4 t.d. fazer ameaça de; ameaçar
r. uma represália
5 t.i. desejar com veemência; almejar, ansiar
raivava por vê-lo
6 t.i.int. fig. debater-se com fúria; raivejar
as águas do mar raivavam (contra as pedras)
-gram a respeito da conj. deste verbo, ver - ivar
-etim raiva + -ar ; ver raiv- ; f.hist. sXIII raivar , sXIII raviava -hom raiva(3ªp.s.), raivas(2ªp.s.)/ raiva (s.f.) e pl.