Vacar - ορισμός. Τι είναι το Vacar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Vacar - ορισμός


Vacar      
v. i.
Estar vago.
Estar em férias, não têr que fazer.
Ant.
Dar-se, dedicar-se. Cf. Pant. de Aveiro, "Itiner.", 90; (2.a ed.).
(Lat. "vacare")
vacar      
(lat vacare) vint
1 Ficar vago, desocupado: Vacar a presidência. vint
2 Entrar em férias; interromper o trabalho por algum tempo: Somente em novembro vacaremos. vti
3 Descansar de, desocupar-se de: Aproxima-se a hora de vacarmos deste trabalho
vti
4 ant Aplicar-se, dar-se, dedicar-se: Vacar a Deus. Vacar ao ideal. Vacar nas práticas ascéticas.
vacar      
v. (-1554 cf. JFVascS)
1 int. estar ou ficar vago, vazio; vagar
a presidência vacou em janeiro
2 int. estar ou ficar em férias, interromper temporariamente suas funções
v. uma vez por ano
3 t.i. desocupar-se de, descansar de v. de um trabalho
4 t.i. (-1679) ant. dar atenção a, dedicar-se
v. aos ideais v. nas obras de caridade
-etim lat. vàco,as,vacávi e vacùi,átum,áre 'estar vazio, vago (espaço, lugar); não ter um proprietário; ser livre; estar sem ocupação; não ser casada; ser isento de (tarefa, responsabilidade etc.); ter tempo para; ser redundante etc.'; ver 1 vac- -sin/var ver sinonímia de consagrar-se -hom vaca(3ªp.s.), vacas(2ªp.s.)/ vaca (s.f.) e pl.; vacais(2ªp.pl.)/ vacais (pl.vacal[adj.2g.]); vacaria(3ªp.s.), vacarias(2ªp.s.)/ vacaria (s.f.) e pl.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για Vacar
1. Airport director Richard Vacar, an avid horseman, sympathized with them.